δισυπατος

δισυπατος
    δισύπατος
    δισ-ύπατος
    ὅ (лат. bis consul) дважды бывший консулом Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "δισυπατος" в других словарях:

  • δισύπατος — δισύπατος, ο (AM) αυτός που χρημάτισε ύπατος δύο φορές μσν. 1. ανώτατο αξίωμα τής αυλής τής Κωνσταντινούπολης 2. δικτάτορας …   Dictionary of Greek

  • δισύπατος — twice consul masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δισύπατος, Δαβίδ — (14ος αι.).Συγγραφέας, ησυχαστής μοναχός και αντιρρητικός θεολόγος. Ήταν γόνος της γνωστής οικογένειας των Δισυπάτων της Θεσσαλονίκης. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τη ζωή και το έργο του. Διασώθηκαν μία πραγματεία, ένας λόγος του σχετικός με την… …   Dictionary of Greek

  • δισυπάτοις — δισύπατος twice consul masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισυπάτου — δισύπατος twice consul masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισυπάτους — δισύπατος twice consul masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισυπάτων — δισύπατος twice consul masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισυπάτῳ — δισύπατος twice consul masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισύπατοι — δισύπατος twice consul masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισύπατον — δισύπατος twice consul masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DISSIPATUS seu DISHYPATUS — DISSIPATUS, seu DISHYPATUS in aliquot Chartis Italicis, ubi Richardus Iudex Augustalis Dissipatus, sub Alexio Comneno Imp. et Ioh. fil. Ursi Imperialis Diissipati, sub a. C. 1178. occurrunt: Graece Δισύπατος, dignitas fuit in Imperio CP. de qua… …   Hofmann J. Lexicon universale


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»